φρενολογικός

φρενολογικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρενολογία («φρενολογικές μελέτες»).
επίρρ...
φρενολογικώς Ν
από φρενολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενολογία. Το επίθ. φρενολογικός μαρτυρείται από το 1852 στον Χ. Παμπούκη, ενώ το επίρρ., στον λόγιο τ. φρενολογικῶς, από το 1871 στον Ι. Ν. Βαλέτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρενολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρενολογία (βλ. λ.): Φρενολογικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενολογικώς — Ν επίρρ. βλ. φρενολογικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”